«Οι άλλοι άνθρωποι έχουν δυνάμεις που σε μένα τουλάχιστον φαντάζουν αδύνατες, μάλλον αδιανόητες. Δεν έχω απολύτως κανένα τέτοια χάρισμα ή προτέρημα. Με προσπερνούν νομίζω τα συναισθήματά μου αλλά και η σχέση μου με τη ζωή είναι περαστική. Αν αύριο αρρώσταινα σοβαρά -καθόλου δεν το επιθυμώ- δεν θα έκανα απολύτως τίποτα. Διαβάζω για διάφορα, ή μάλλον όχι μόνο διαβάζω αλλά βλέπω, ακούω με διάφορους τρόπους τέλος πάντων, τις πραγματικά δυναμικές πράξεις των άλλων ανθρώπων, αυτές τις γενναίες πράξεις θάρρους και εκπλήσσομαι. Περισσότερο μελαγχολώ.»
«Το σπίτι εξωτερικά ήταν γκρι. Δεν ήταν βαμμένο γκρι, μάλλον ήταν έτσι σοβατισμένο. Έμοιαζε με νεοκλασικό σπίτι. Στο ισόγειο έμεναν κάποιο άλλοι. Εμείς ανοίγαμε μια δίφυλλη επίσης γκρι πόρτα και ανεβαίναμε την ξύλινη σκάλα. Ήταν κενή από κάτω και τα βήματα ακούγονταν κούφια. Στην κορυφή της σκάλας το μωσαϊκό δάπεδο έστριβε και συναντούσε τη μεγάλη δίφυλλη εσωτερική πόρτα του σπιτιού που ήταν πάντα ανοιχτή. Στα αριστερά ένας μικρός διάδρομος οδηγούσε στην κουζίνα. Ο νεροχύτης ήταν από μωσαϊκό μπορντό. Δεν είχε ντουλάπι από κάτω αλλά μια εμπριμέ κουρτίνα. Στο νεροχύτη σπαρταρούσαν οι φρέσκιες γόπες ενώ κάποιες από αυτές τις ανακαλύπταμε με την αδελφή μου κάτω στο πάτωμα, πίσω από την εμπριμέ κουρτινούλα. Το σπίτι είχε μια μικρή τετράγωνη αυλή, χωρίς πολλά φυτά, ουσιαστικά ήταν μόνο το χώμα και το τσιμεντένιο δάπεδο, περιφραγμένο από ένα χοντρό τοίχο λιγότερο από ένα μέτρο ύψος και ένα σχετικά περίτεχνο κιγκλίδωμα βαμμένο επίσης γκρι ανοιχτό. Μετά ήταν ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος. Το καλοκαίρι στεκόμουν στην άκρη του δρόμου στο σημείο που το στενό πεζοδρόμιο σχημάτιζε ένα αυλάκι, έπαιρνα φόρα και πηδούσα στην άμμο. Η παραλία ήταν περίπου ένα μέτρο κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Και μετά βέβαια ήταν η θάλασσα.»
Από το βιβλίο Τίποτα της Ελένης Κυραρίνη, εκδόσεις Ομπρέλα, Αθήνα 1978
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου