Η τελευταία φορά που αντιμετώπισα την πρόκληση να αγναντέψω ένα ιδανικό φυσικό τοπίο ήταν τον Οκτώβριο. Αλλά δεν το έκανα. Υπήρχε μια μεταλλική, στενή εξέδρα η οποία πρόβαλε πάνω από το κενό που σχημάτιζαν θεόρατοι βράχοι και τα κύματα της θάλασσας κι εγώ έπρεπε να περπατήσω μέχρι την άκρη σε αυτό το μπαλκόνι του ιλίγγου να στρίψω το κεφάλι μου προς τα αριστερά κι από εκεί να αντικρίσω το εντυπωσιακό ναυάγιο. Βέβαια φοβήθηκα. Παρακολουθούσα όλους τους άλλους ανθρώπους να περπατούν αμέριμνοι τα δυο, τρία βήματα στην εξέδρα, απολύτως φυσιολογικά, όπως διασχίζει κανείς τις πλάκες στο πεζοδρόμιο της Σταδίου. Κάτω από την εξέδρα το ιλιγγιώδες χάος του γκρεμού. Έτσι δεν είδα με τα μάτια μου το ναυάγιο, η μόνη ανάμνηση που διατήρησα προέρχεται από τις εικόνες των καρτ-ποστάλ με τις οποίες είναι γεμάτο το νησί. Δεν θα μπορούσα δηλαδή να πάρω τη θέση του άντρα που αγναντεύει το μεγαλείο της φύσης στο έργο του Caspar David Friedrich. Δεν θα μπορούσα γιατί, αντί να κοιτώ ευθεία και μπροστά το συγκλονιστικό θέαμα της ομίχλης θα κοιτούσα κάτω τα απότομα βράχια, το γκρεμό, αυτό το τοπίο δηλαδή –το «προς τα κάτω»- που ο νους θα το μετέφραζε άμεσα στην τρομακτική λέξη, τη λέξη που υπαινίσσεται την κόλαση. Θα σκεφτόμουν -πάντα κοιτώντας προς τα κάτω- την άβυσσο. Δεν ξέρω γιατί οι ψυχολόγοι έχουν αποδώσει σε αυτή τη φοβία ένα τόσο πεζό και περιγραφικό όνομα, «υψοφοβία» μιας και σε καμία περίπτωση δεν είναι το ύψος αυτό που προκαλεί –και αναδεικνύει- την ολοκληρωτική έλλειψη του θάρρους. Άλλωστε οι ψυχολόγοι είναι άνθρωποι που «θεραπεύουν» τη φαντασία και για αυτό το λόγο θα έπρεπε να τους κατανοούμε. Η περίπτωση αυτή είναι μια φοβία γεωμετρικής θέασης. Καμιά φορά η άβυσσος είναι μέσα στο σώμα και αυτή η διαπίστωση είναι αμήχανη, ούτε καλή ούτε και κακή όμως. Ειδικά όταν αντιλαμβάνεσαι ότι την αντικρίζεις συχνά –συχνότατα- για πολλά χρόνια, τόσα πολλά που σχεδόν αποφεύγεις τη σκέψη. Είναι μια άνυδρη περιοχή οργωμένη από σπόρους που ευδοκιμούν μόνο στην έρημο, προσεκτικά τεμαχισμένη με αυστηρές κάθετες και οριζόντιες που σχηματίζουν εκτεταμένα –όσο και άπειρα- αγροτεμάχια με γκρι/καφέ άμμο. Ωστόσο τις νύχτες ο άνεμος μετακινεί τα σύνορα και έτσι κάθε πρωί ο σχεδιασμός επαναλαμβάνεται. Το έργο αυτό που μοιάζει σισύφειο –αλλά δεν είναι- το αναλαμβάνει βέβαια ένας εργολάβος. Ο καθένας γνωρίζει πολύ καλά τον εργολάβο του.
- - -
Η μέρα ξεκινά νωρίς με τις καλύτερες προθέσεις. Τα πρώτα πέντε λεπτά μετά το ξύπνημα σχηματίζονται σχέδια μικρά όσο και άκρως δημιουργικά, καμιά φορά καταλήγουν σε φιλόδοξα πλάνα διαχείρισης ολόκληρης της μέρας που προβλέπεται να είναι παραγωγική. Όταν τελειώνει αυτός ο προσεκτικός σχεδιασμός έχει περάσει μισή ώρα μόνο, είναι ακόμα νωρίς οπότε υπάρχει χρόνος για σύντομη -πάντα- περιήγηση στο ίντερνετ. Έτσι περνά άλλη μια ώρα περίπου, το πλάνο είναι ακόμα εντός του χρονικού σχεδιασμού αν και σε οριακό σημείο. Ωστόσο υπάρχει ακόμα χρόνος να προχωρήσει η ανάγνωση του βιβλίου που έμεινε σε κρίσιμο σημείο από χτες τη νύχτα. Άλλη μια ώρα τουλάχιστον θα έχει περάσει και βέβαια το πρόγραμμα της μέρας έχει μετατεθεί να ξεκινήσει με καθυστέρηση. Η ανάγνωση όμως φέρνει λίγο υπνηλία οπότε ένας απαραίτητος μισάωρος ύπνος πριν το τελικό εγερτήριο είναι οπωσδήποτε αναγκαίος. Άλλη μια ώρα έχει περάσει σε νάρκη από την οποία συνέρχομαι με ενόχληση. Όλοι οι ήχοι με ενοχλούν. Το πρωινό έχει περάσει και το μεσημέρι αρχίζει. Να! Τώρα το μεσημέρι αρχίζει αλλά αυτή εδώ η γραφή εξυπηρετεί το στόχο της. Όχι, η γραφή δεν είναι μια πράξη αναβολής ή έστω η πράξη ενός νωχελικού λογοτεχνικού ήρωα, τον οποίο νομίζω θα συμπονούσα. Είναι μια πράξη οκνηρίας με την έννοια της αμαρτίας. Της ενοχής εννοώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου