Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

χειμώνας 2012



κείμενο για το έργο του Δημήτρη Φουτρή, «Στοιχειωμένοι είμαστε, θαύματα επιδιώκουμε (Πέρα από τον γκρεμό)»project space Anonymous Star, 2012

Η τελευταία φορά που αντιμετώπισα την πρόκληση να αγναντέψω ένα ιδανικό φυσικό τοπίο ήταν τον Οκτώβριο. Αλλά δεν το έκανα. Υπήρχε μια μεταλλική, στενή εξέδρα η οποία πρόβαλε πάνω από το κενό που σχημάτιζαν θεόρατοι βράχοι και τα κύματα της θάλασσας κι εγώ έπρεπε να περπατήσω μέχρι την άκρη σε αυτό το μπαλκόνι του ιλίγγου να στρίψω το κεφάλι μου προς τα αριστερά κι από εκεί να αντικρίσω το εντυπωσιακό ναυάγιο. Βέβαια φοβήθηκα. Παρακολουθούσα όλους τους άλλους ανθρώπους να περπατούν αμέριμνοι τα δυο, τρία βήματα στην εξέδρα, απολύτως φυσιολογικά, όπως διασχίζει κανείς τις πλάκες στο πεζοδρόμιο της Σταδίου. Κάτω από την εξέδρα το ιλιγγιώδες χάος του γκρεμού. Έτσι δεν είδα με τα μάτια μου το ναυάγιο, η μόνη ανάμνηση που διατήρησα προέρχεται από τις εικόνες των καρτ-ποστάλ με τις οποίες είναι γεμάτο το νησί. Δεν θα μπορούσα δηλαδή να πάρω τη θέση του άντρα που αγναντεύει το μεγαλείο της φύσης στο έργο του Caspar David Friedrich. Δεν θα μπορούσα γιατί, αντί να κοιτώ ευθεία και μπροστά το συγκλονιστικό θέαμα της ομίχλης θα κοιτούσα κάτω τα απότομα βράχια, το γκρεμό, αυτό το τοπίο δηλαδή –το «προς τα κάτω»- που ο νους θα το μετέφραζε άμεσα στην τρομακτική λέξη, τη λέξη που υπαινίσσεται την κόλαση. Θα σκεφτόμουν -πάντα κοιτώντας προς τα κάτω- την άβυσσο. Δεν ξέρω γιατί οι ψυχολόγοι έχουν αποδώσει σε αυτή τη φοβία ένα τόσο πεζό και περιγραφικό όνομα, «υψοφοβία» μιας και σε καμία περίπτωση δεν είναι το ύψος αυτό που προκαλεί –και αναδεικνύει- την ολοκληρωτική έλλειψη του θάρρους. Άλλωστε οι ψυχολόγοι είναι άνθρωποι που «θεραπεύουν» τη φαντασία και για αυτό το λόγο θα έπρεπε να τους κατανοούμε. Η περίπτωση αυτή είναι μια φοβία γεωμετρικής θέασης. Καμιά φορά η άβυσσος είναι μέσα στο σώμα και αυτή η διαπίστωση είναι αμήχανη, ούτε καλή ούτε και κακή όμως. Ειδικά όταν αντιλαμβάνεσαι ότι την αντικρίζεις συχνά –συχνότατα- για πολλά χρόνια, τόσα πολλά που σχεδόν αποφεύγεις τη σκέψη. Είναι μια άνυδρη περιοχή οργωμένη από σπόρους που ευδοκιμούν μόνο στην έρημο, προσεκτικά τεμαχισμένη με αυστηρές κάθετες και οριζόντιες που σχηματίζουν εκτεταμένα –όσο και άπειρα- αγροτεμάχια με γκρι/καφέ άμμο. Ωστόσο τις νύχτες ο άνεμος μετακινεί τα σύνορα και έτσι κάθε πρωί ο σχεδιασμός επαναλαμβάνεται. Το έργο αυτό που μοιάζει σισύφειο –αλλά δεν είναι- το αναλαμβάνει βέβαια ένας εργολάβος. Ο καθένας γνωρίζει πολύ καλά τον εργολάβο του.

- - -

Η μέρα ξεκινά νωρίς με τις καλύτερες προθέσεις. Τα πρώτα πέντε λεπτά μετά το ξύπνημα σχηματίζονται σχέδια μικρά όσο και άκρως δημιουργικά, καμιά φορά καταλήγουν σε φιλόδοξα πλάνα διαχείρισης ολόκληρης της μέρας που προβλέπεται να είναι παραγωγική. Όταν τελειώνει αυτός ο προσεκτικός σχεδιασμός έχει περάσει μισή ώρα μόνο, είναι ακόμα νωρίς οπότε υπάρχει χρόνος για σύντομη -πάντα- περιήγηση στο ίντερνετ. Έτσι περνά άλλη μια ώρα περίπου, το πλάνο είναι ακόμα εντός του χρονικού σχεδιασμού αν και σε οριακό σημείο. Ωστόσο υπάρχει ακόμα χρόνος να προχωρήσει η ανάγνωση του βιβλίου που έμεινε σε κρίσιμο σημείο από χτες τη νύχτα. Άλλη μια ώρα τουλάχιστον θα έχει περάσει και βέβαια το πρόγραμμα της μέρας έχει μετατεθεί να ξεκινήσει με καθυστέρηση. Η ανάγνωση όμως φέρνει λίγο υπνηλία οπότε ένας απαραίτητος μισάωρος ύπνος πριν το τελικό εγερτήριο είναι οπωσδήποτε αναγκαίος. Άλλη μια ώρα έχει περάσει σε νάρκη από την οποία συνέρχομαι με ενόχληση. Όλοι οι ήχοι με ενοχλούν. Το πρωινό έχει περάσει και το μεσημέρι αρχίζει. Να! Τώρα το μεσημέρι αρχίζει αλλά αυτή εδώ η γραφή εξυπηρετεί το στόχο της. Όχι, η γραφή δεν είναι μια πράξη αναβολής ή έστω η πράξη ενός νωχελικού λογοτεχνικού ήρωα, τον οποίο νομίζω θα συμπονούσα. Είναι μια πράξη οκνηρίας με την έννοια της αμαρτίας. Της ενοχής εννοώ.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

φθινόπωρο 2011

Κρύο

Δεν έχω βέβαια καμία τέτοια πρόθεση. Απολύτως. Ωστόσο είμαι αναγκασμένη. Το κρύο είναι αφόρητο. Κρυώνω συνέχεια. Όλη την ώρα. Όλα τα λεπτά και δευτερόλεπτα. Έκανα κάποιες ιατρικές εξετάσεις. Ο γιατρός με διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει κάποιο παθολογικό αίτιο. Με πονά η πλάτη μου, όλη την ώρα κυρτώνω το σώμα μου, πως αλλιώς να ζεσταθώ. Φορώ πολλά ρούχα, οι μασχάλες δεν κλείνουν, οι ώμοι έχουν συρρικνωθεί προς το λαιμό. Χτες το απόγευμα δοκίμασα να κάνω μπάνιο. Άναψα το καλοριφέρ, έφερα και ένα θερμαντικό σώμα μέσα στο λουτρό. Περίμενα να ζεσταθεί ο χώρος. Πέρασαν περίπου είκοσι λεπτά και δοκίμασα να βγάλω τη μάλλινη ζακέτα αυτή που φορώ κάθε μέρα πάνω από όλα τα ρούχα. Είναι μια ζακέτα πλεγμένη από χοντρό μαλλί. Έχει πυκνή πλέξη, κι ένα αρκετά συμπαθητικό χρώμα. Είναι γαλάζια. Απεχθάνομαι τις καφέ ζακέτες ίσως γενικά αυτό το χρώμα. Σοκολά ας πούμε. Ή καφέ ολέ. Κάτω από αυτή τη ζακέτα φορώ μια άλλη ζακέτα που κουμπώνει με φερμουάρ μέχρι τη βάση του λαιμού. Πολύ ωραία ζακέτα, θυμάμαι την είχα αγοράσει στην Πράγα σε ένα διήμερο ταξίδι. Είναι και αυτή μάλλινη. Κάπως πιο ελαφριά με ωραία μπορντό πλέξη. Μέσα από την τσέχικη ζακέτα μου φορώ ένα πουλόβερ. Με στενεύει λίγο, ίσως και να μην μου κάνει. Μοχέρ πουλόβερ, το είχα αγοράσει στις εκπτώσεις πριν από δυο χρόνια, τώρα νομίζω έχει αρχίσει να κάνει κομπάκια στους αγκώνες και στο στήθος. Απαλό μπεζ χρώμα και υπέροχη αίσθηση αφής ήταν ο κύριος λόγος που το αγόρασα. Ήταν ένα ακριβό πουλόβερ κι ας είχε έκπτωση πενήντα τις εκατό. Κάτω από το μοχέρ πουλόβερ μου φορώ ένα μαύρο βαμβακερό ζιβάγκο. Αυτό το ρούχο δεν θυμάμαι καθόλου πως βρέθηκε στη ντουλάπα. Το αγόρασα εγώ, ή μου το έφερε κάποιος δώρο; Δεν θυμάμαι ειλικρινά, καθόλου. Πάντως ήταν το πρώτο ρούχο που διάλεξα να φορέσω για να ζεσταθώ.

Μια μέρα ανατρίχιασε η πλάτη μου. Σκέφτηκα πως κρυώνω, ας βάλω ένα ζεστό ρούχο. Φόρεσα το μαύρο βαμβακερό ζιβάγκο. Η ανατριχίλα της πλάτης εξαπλώθηκε στο λαιμό και τα χέρια. Σκέφτηκα να φορέσω κάτι ακόμα. Αν θυμάμαι καλά εκείνες τις πρώτες μέρες που η ανατριχίλα εξαπλωνόταν στο σώμα μου δεν είχα καταφύγει στις μάλλινες επενδύσεις με τις ζακέτες, ειδικά στην αγαπημένη γαλάζια ζακέτα. Κυρίως φορούσα βαμβακερά στενά φανελάκια. Κάτω από τα διπλά φανελάκια με μακρύ και κοντό μανίκι φορούσα, ακόμα φορώ δηλαδή, ένα ισοθερμικό κορμάκι. Μαζί με το κορμάκι είχα αγοράσει κι ένα ισοθερμικό καλσόν, πάνω από το οποίο φορώ ένα μάλλινο κολάν. Και τα δυο είναι μαύρα, οπότε προσπαθώ οι χοντρές βαμβακερές φόρμες που φορώ από πάνω να έχουν συνήθως μπλε ή γκρι χρώμα. Οι ισοθερμικές επενδύσεις αποδείχτηκαν χρήσιμες, οφείλω να ομολογήσω ότι ανακουφίστηκα από την ανατριχίλα. Τώρα παλεύω με την αίσθηση του κρύου σώματος και του κρύου αέρα που το περιβάλλει. Με το κρύο.

Ναι, το κρύο μόνο. Δεν κατάφερα ποτέ να κάνω το μπάνιο. Μόλις έβγαλα τη γαλάζια ζακέτα, ο πόνος της πλάτης έγινε αφόρητος. Καμπούριασε το σώμα και οι ώμοι κόλλησαν στα αφτιά μου. Ο πόνος του κολικού στο έντερο με λύγισε, δεν υπάρχουν λέξεις, έχω πολλές φορές αποπειραθεί να τον περιγράψω. Είναι πάντα μια θαρραλέα πράξη να αλλάξω έστω τα ρούχα. Αυτοί οι δυο πόνοι, της πλάτης και του εντέρου εφορμούν κυριολεκτικά στο σώμα μόλις διαισθανθούν μια ανεπαίσθητη αλλαγή στη θερμοκρασία.

Ωστόσο είναι κυρίως το όνειρο το οποίο με απασχολεί. Ονειρεύτηκα ότι είχα ένα δέρμα με έντονη ροζ απόχρωση, πολύ λεπτό σαν φλούδα ροδάκινο. Καθόμουν δίπλα σε ένα άγαλμα. Ήταν ένα μνημείο για έναν εθνικό ποιητή. Ο γλύπτης είχε επιλέξει να σκαλίσει μια εντυπωσιακή ρεντιγκότα γύρω από το σώμα του ποιητή. Ο γιακάς ήταν ψηλός, έφτανε στα αφτιά, σχεδόν τα κάλυπτε, ενώ το πέτο ήταν εξαιρετικά φαρδύ, απλωνόταν σαν πεταλούδα στο στήθος. Το άγαλμα ανέπνεε ήρεμα, πολύ αργά με ένα ρυθμό σχεδόν μουσικό. Ήταν το εντυπωσιακό πέτο που χάριζε ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια σε αυτή τη σπάνια αναπνοή. Προσπαθούσα κι εγώ να αναπνέω με τον ίδιο ρυθμό αλλά ήταν πολύ δύσκολο, κόντευα να σκάσω. Δεν μπορούσα να επιβραδύνω τόσο την αναπνοή μου αλλά για κάποιο λόγο έπρεπε οπωσδήποτε να συμμορφωθώ. Έπαιρνα μια βαθιά ανάσα ανοίγοντας σχεδόν όλο το στόμα μου. Μετά περίμενα την εκπνοή του αγάλματος. Κοκκίνιζα και ήμουν σίγουρη ότι θα πάθω ασφυξία. Στέγνωναν τα μάτια μου και στα αφτιά μου είχα έντονο πόνο, διαπεραστικό. Ακριβώς τη στιγμή που δεν άντεχα άλλο -η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και ήμουν σίγουρη ότι θα πεθάνω- το άγαλμα άφηνε την ανάσα του ελεύθερη στον αέρα με μια ήρεμη κ συρτή εκπνοή μέχρι να αρχίσει τη νέα βαθιά εισπνοή. Προσπαθούσα ειλικρινά. Ζαλίστηκα, το δέρμα μου έγινε μπλε. Το άγαλμα μου είπε ότι έπρεπε να φύγω από δίπλα του, να πάω στα άλλα αγάλματα της πόλης και να συντονίσω με αυτά την ανάσα μου. Σκέφτηκα ότι θα χαθώ σε αυτή την τεράστια πόλη. Δεν είχα ιδέα που ήταν τοποθετημένα τα άλλα αγάλματα. Αλλά ήταν μια ευκαιρία να αναπνεύσω όπως ήθελα εγώ. Ξύπνησα.

Το γνωρίζω βέβαια ότι δεν έχω κανένα λόγο να κρυώνω τόσο πολύ. Είναι Μάιος.

καλοκαίρι 2011

άνοιξη 2011

χειμώνας 2011

«Οι άλλοι άνθρωποι έχουν δυνάμεις που σε μένα τουλάχιστον φαντάζουν αδύνατες, μάλλον αδιανόητες. Δεν έχω απολύτως κανένα τέτοια χάρισμα ή προτέρημα. Με προσπερνούν νομίζω τα συναισθήματά μου αλλά και η σχέση μου με τη ζωή είναι περαστική. Αν αύριο αρρώσταινα σοβαρά -καθόλου δεν το επιθυμώ- δεν θα έκανα απολύτως τίποτα. Διαβάζω για διάφορα, ή μάλλον όχι μόνο διαβάζω αλλά βλέπω, ακούω με διάφορους τρόπους τέλος πάντων, τις πραγματικά δυναμικές πράξεις των άλλων ανθρώπων, αυτές τις γενναίες πράξεις θάρρους και εκπλήσσομαι. Περισσότερο μελαγχολώ.»

«Το σπίτι εξωτερικά ήταν γκρι. Δεν ήταν βαμμένο γκρι, μάλλον ήταν έτσι σοβατισμένο. Έμοιαζε με νεοκλασικό σπίτι. Στο ισόγειο έμεναν κάποιο άλλοι. Εμείς ανοίγαμε μια δίφυλλη επίσης γκρι πόρτα και ανεβαίναμε την ξύλινη σκάλα. Ήταν κενή από κάτω και τα βήματα ακούγονταν κούφια. Στην κορυφή της σκάλας το μωσαϊκό δάπεδο έστριβε και συναντούσε τη μεγάλη δίφυλλη εσωτερική πόρτα του σπιτιού που ήταν πάντα ανοιχτή. Στα αριστερά ένας μικρός διάδρομος οδηγούσε στην κουζίνα. Ο νεροχύτης ήταν από μωσαϊκό μπορντό. Δεν είχε ντουλάπι από κάτω αλλά μια εμπριμέ κουρτίνα. Στο νεροχύτη σπαρταρούσαν οι φρέσκιες γόπες ενώ κάποιες από αυτές τις ανακαλύπταμε με την αδελφή μου κάτω στο πάτωμα, πίσω από την εμπριμέ κουρτινούλα. Το σπίτι είχε μια μικρή τετράγωνη αυλή, χωρίς πολλά φυτά, ουσιαστικά ήταν μόνο το χώμα και το τσιμεντένιο δάπεδο, περιφραγμένο από ένα χοντρό τοίχο λιγότερο από ένα μέτρο ύψος και ένα σχετικά περίτεχνο κιγκλίδωμα βαμμένο επίσης γκρι ανοιχτό. Μετά ήταν ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος. Το καλοκαίρι στεκόμουν στην άκρη του δρόμου στο σημείο που το στενό πεζοδρόμιο σχημάτιζε ένα αυλάκι, έπαιρνα φόρα και πηδούσα στην άμμο. Η παραλία ήταν περίπου ένα μέτρο κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Και μετά βέβαια ήταν η θάλασσα.»

Από το βιβλίο Τίποτα της Ελένης Κυραρίνη, εκδόσεις Ομπρέλα, Αθήνα 1978